Πέμπτη 21 Απριλίου 2011

Λίγες σκέψεις για το “χωρίς στεφάνι” του Αλ. Παπαδιαμάντη

γράφει η Σοφία Δ. Κανταράκη, Φιλολόγος.


Σ’ όλα τα σημερινά μπορείς να δεις τον υπερμοντέρνο και διορατικό Παπαδιαμάντη.

…«Αλλά δεν πρόκειται να κοινωνιολογήσωμεν σήμερον. Ελλείψει όμως άλλης προνοίας, χριστιανικής και ηθικής, διά να είνε τουλάχιστον συνεπείς προς εαυτούς και λογικοί, οφείλουν να ψηφίσωσι τον πολιτικόν γάμον.» “Χωρίς στεφάνι”

Μνημονεύουμε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη για να ξεθολώσει ο νους και για να ξορκιστεί το «κ
ακό» που μας βρήκε, γιατί έχουμε χάσει κάθε ίχνος αξιοπρέπειας και ανθρωπιάς, γιατί ακούμε τις ξένες σειρήνες, γιατί υποκλινόμαστε αβασάνιστα σαν ανδρείκελα σε ο,τι ξενόφερτο μας προσφερθεί, γιατί αποποιηθήκαμε κάθε τι ελληνικό και κάθε ρίζα μας την ξεριζώσαμε.
Και όμως αυτός ο γνήσιος Ρωμιός δεν υποκλίθηκε σε τίποτα από όλα αυτά. Η μεγάλη τέχνη, η ανυπέρβλητη, του Παπαδιαμάντη, είναι, αφενός, ο τρόπος που βλέπει, ακροάται, οσμίζεται, αισθάνεται τον αστικό βίο· αφετέρου, ο τρόπος που καταγράφει και φορμάρει: χωρίς μυθοπλασία, χωρίς ηθικό δίδαγμα, χωρίς κρίσεις επί των ανθρώπων, χωρίς να σκαρώνει χαρακτήρες. Ο κυρ – Αλέξανδρος χωρίς να είναι επαναστάτης, επαναστατεί όταν η κοινωνία γίνεται εχθρικός τόπος για τον άνθρωπο. Τα διηγήματα του είναι λυρικό μοντάζ σκηνών, αποσπάσματα που συναρμόζονται οργανικά. 1
Κοινωνικού περιεχομένου, με πασχαλινή όμως απόχρωση είναι και το αθηναϊκό, «Χωρίς στεφάνι» του 1896.Πλημμυρισμένο μεν από τα πασχαλινά έθιμα της Αθήνας, κρύβει δε, μια βαθιά αίσθηση λύπης και περιρρέουσας μελαγχολίας σε μια ατμόσφαιρα χαλιναγωγημένη και συγκρατημένη. Το πασχαλινό δράμα αφορά εδώ και μια άλλη αγνή ψυχή, μαρτυρικά υπομένουσα τα δικά της πάθη, μια ψυχή με καταπιεσμένα αισθήματα αλλά και με πολλές πληγές, ίσως αγιάτρευτες.
Το διήγημα προφανώς διαδραματίζεται στην ΑΘήνα, και μάλιστα στην περιοχή των Αγ.Αναργύρων Ψυρρή.
Μια κατάσταση ελεύθερης, ή μάλλον σχεδόν «καταναγκαστικής», συμβίωσης περιγράφει ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στο διήγημά του. Αυτή αφορά την περίπτωση μιας πολύπαθης και μαρτυρικής αστεφάνωτης δασκάλας, η οποία τις άγιες μέρες του Πάσχα δεν τολμούσε να πλησιάσει στην εκκλησία.
Με σκηνοθετική μαεστρία περιγράφει την εσωτερική της κατάσταση αλλά και την ζοφερή κοινωνική πραγματικότητα σε όλες της εκφάνσεις. Η γυναίκα, με κάθε επίγνωση της κατάστασης της κρύβεται, φοβάται, απομονώνεται, αποφεύγει συνειδητά κάθε επαφή με τους γυμνούς οφθαλμούς των διπλανών της. Φοβάται ακόμη και να την αντικρίσουν αυτές τις άγιες μέρες, που η κατάνυξη και η μεταμέλεια δίνουν τη θέση τους σε κάθε αμαρτωλή σκέψη. Ξεκάθαρη και συνειδητή επιλογή μιας κατά τα άλλα καθώς πρέπει κυρίας , με μόρφωση αλλά και ανατροφή. Η θέση του πεζογράφου είναι σαφής στο σημείο αυτό , μην αφήνοντας τροφή για υπονοούμενα. «Τάχα δεν ήτο κι αυτή, έναν καιρόν, νέα με ανατροφήν; Είχε μάθει γράμματα εις τα σχολεία. Είχε πάρει το δίπλωμά της από το Αρσάκειον.»

Η κοινωνία όμως είναι εχθρική απέναντι σε ανύπαντρες γυναίκες. Και ο Παπαδιαμάντης ως κοινωνικός επιστήμων στηλιτεύει και καταδικάζει, μέσα από την περιγραφή της πορείας αυτής της γυναίκας, την επιθετικότητα που εισπράττει αλλά και την αναγκαστική αποξένωση της ως δήθεν μίασμα της κοινωνίας. Ιδιαίτερα σημαντικό όμως είναι ότι αυτή η γυναίκα μεγαλώνει ξένα παιδιά με όλη τη μητρική θαλπωρή και αγάπη που τους αρμόζει, υπομένουσα , εγκαρτερούσα ίσως κάποτε και τα δικά της. Ανυπέρβλητο παράδειγμα ανθρωπισμού και ύψιστου αλτρουισμού, που συνάδει άψογα με τις άγιες μέρες του Πάσχα. Να δίνεις χωρίς ανταπόδοση και λυτρώνεις χωρίς εσύ να λυτρώνεσαι.
Ο Παπαδιαμάντης κατανοεί την περιθωριοποίηση και την εξαθλίωση της γυναικείας ύπαρξης. Κατανοεί την κοινωνική αδικία. Δεν είναι φωτογράφος αλλά ψυχογράφος. Δεν μένει σε όσα ακούει και βλέπει, στο περίγραμμα, προχωρεί σε όσα διαισθάνεται, έτσι δεν ζωγραφίζει απλώς αλλά δημιουργεί ανθρώπους δικούς μας. Ανθρώπους που υποφέρουν μαρτυρικά τον Γολγοθά τους και στέκονται στο ύψος που εκείνος τους θέλει.
Ο Κ. Βάρναλης (αναφερόμενος στον τρόπο που αντιμετωπίζει ο Παπαδιαμάντης τους ήρωές του): «(…) Όλους αυτούς τους ανθρώπους τους εξιλεώνει η δυστυχία, η άγνοια, η αδυναμία ν’ αντιδράσουνε στη Μοίρα και να νικήσουνε με τη βοήθεια του λογικού και της θέλησης την ανθρώπινή τους φύση. Γι’ αυτό όλοι τους είναι δικαιωμένοι μέσα σ’ έναν ανώτερον κόσμο Συγνώμης κι Ελέου. Ο ίδιος ο δημιουργός τους (σ.σ. ο συγγραφέας) τους αγαπά, τους συμπονεί και τους συχωρνά. Τους συχωρνά όχι τόσο σα χριστιανός παρά σαν ένας φιλοσοφημένος άνθρωπος, που τοποθετείται μέσα στην αιωνιότητα (…)».2
Πάντα μπροστά από την εποχή του, o Παπαδιαμάντης θα προτείνει ήδη από το 1896 την κοινωνική τακτοποίηση με την ψήφιση του πολιτικού γάμου. Δηλαδή περίπου 100 χρόνια πριν την τελική καθιέρωσή του από την ελληνική πολιτεία τολμά και προβλέπει τον πολιτικό γάμο. Όσο για την εκκλησιαστική αποκατάσταση, οι ελπίδες του Σκιαθίτη «σ’ Αυτόν που ανέστη ένεκα της ταλαιπωρίας των πτωχών και του στεναγμού των πενήτων» φαίνεται να βρίσκονται στην ουσία της θυσιαστικής αγάπης του Εσταυρωμένου και της θεολογίας της Εκκλησίας Του. Αξιοπρόσεκτη και αξιοθαύμαστη η ευρύτητα του πνεύματος και του ηθικού κριτηρίου του Παπαδιαμάντη.
Αφ’ενός υποστηρίζει την θέσπιση του πολιτικού γάμου, θεσμό που οικονομεί όσους αντιμετωπίζουν ποικίλα εμπόδια για μια άμεση θρησκευτική τελετή.
Αφ’ετέρου προσεγγίζει το δράμα της δασκάλας, που παγιδεύτηκε, με τόση συμπάθεια και κατανόηση και με τόση ελπίδα για το τελικό έλεος παρά Θεού.. Πόση μεγαλοσύνη και μεγαλοπρέπεια δείχνει απέναντι σε μια γυναίκα για την κατάσταση στην οποία έχει επέλθει, επ’ουδενί κατηγορώντας την ή επιρρίπτοντας της ευθύνες. Με περισσό ψυχικό πλούτο καρδιάς την υπερασπίζεται και φαίνεται να συμμερίζεται το πόνο της.
Ιδού όμως και η γνώμη του για το γάμο :«Το ζήτημα, βλέπετε, το περί γάμου και αγαμίας, είναι βαθύ, είναι εν των δυσκολωτέρων κοινωνικών ζητημάτων. Μην είμεθα βάρβαροι, μη θέλωμεν να επιβάλωμεν βίαν εις τους ανθρώπους. Τάχα απαντάτε σήμερον πολλούς εγγάμους να είναι ευχαριστημένοι από την τύχην των, ή βλέπετε να είναι εύκολος ο γάμος, ως έπρεπε να είναι, ως επιούσιος κοινωνικός άρτος, ως θεμελιώδης θεσμός; Πολλού γε και δει. Ή μήπως οι μόνοι άγαμοι σήμερον είναι οι καλόγηροι;
Ας καταστήσωμεν πρώτον τον γάμον δυνατόν δια τους επιθυμούντας να νυμφευθώσι, και ακολούθως έχομεν καιρόν ν’ αναγκάσωμεν και τους μη επιθυμούντας. Ας ανοίξωμεν πρώτον την θύραν εις τους θέλοντας να εισέλθωσι, και κατόπιν βιάζομεν και τους μη θέλοντας.» Α.Π. 2,323-324. Δυο τρία επουσιώδη σημεία αυτού διηγήματος, που έχει για ηρωίδα τη δασκάλα Χριστίνα, απόφοιτη του Αρσακείου, παραπέμπουν στο πρώτο μυθιστόρημα του Βώκου, “Ο κύριος Πρόεδρος”, που κυκλοφόρησε σε φυλλάδια και κατόπιν σε βιβλίο, το 1893, από την “Ακρόπολη”, στην οποία και οι δυο εργάζονταν. Προ χρόνων η Χριστίνα πήγαινε στο ναΐσκο του Αγίου Ελισσαίου, κατόπιν εκκλησιαζόταν λάθρα, καθότι αμαρτωλή, σε εκκλησία κοντά στο σπίτι της, όπου έψελναν τα ορφανά του Χατζηκώστα. Το πιθανότερο, κατοικούσε στην ίδια γειτονιά με τη Χρυσάνθη, την άτακτη ηρωίδα του μυθιστορήματος του Βώκου, δηλαδή στα πέριξ της πλατείας Κουμουνδούρου. Ύστερα, όπως και οι ήρωες του Βώκου, η Χριστίνα, για να διοριστεί δασκάλα, χρειάστηκε τις συστάσεις των κομματαρχών, οπότε ένας από αυτούς, ο Παναγιώτης ο Ντεληκανάτας, ο ταβερνιάρης, την εκμεταλλεύτηκε. Και ο Παπαδιαμάντης, ακριβώς πριν έναν αιώνα, προέτρεπε να ψηφιστεί ο πολιτικός γάμος 3.
Τόσο μπροστά από την εποχή του ήταν και τόσο προοδευτικός αλλά και διορατικός, φωτεινό και διαχρονικό παράδειγμα Ανθρώπου και Ψυχής.

Βιβλιογραφία
1) Πασχαλινός Παπαδιαμάντης- Μ. Θεοδοσοπούλου
2) Κώστας Βάρναλης «Αισθητικά – Κριτικά – Σολωμικά» («ΚΕΔΡΟΣ»).
3) ΠΗΓΗ:εφημ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 4-7-2010
4) Απαντα. Τριανταφυλλόπουλος τευχ. 3. Εκδοσεις Δόμος.


“Χωρίς στεφάνι”

Τάχα δεν ήτον οικοκυρά κι αυτή στο σπίτι της και στην αυλήν της; Τάχα δεν ήτο κι αυτή, έναν καιρόν, νέα με ανατροφήν; Είχε μάθει γράμματα εις τα σχολεία. Είχε πάρει το δίπλωμά της από το Αρσάκειον.

Κι ετήρει όλα τα χρέη της τα κοινωνικά, και μετήρχετο τα οικιακά έργα της, καλλίτερ’ από καθεμίαν. Είχε δε μεγάλην καθαριότητα εις το σπίτι της, κι εις τα κατώφλιά της, πρόθυμη ν’ ασπρίζη και να σφουγγαρίζη, χωρίς ποτέ να βαρύνεται, και χωρίς να δεικνύη την παραξενιάν εκείνην ήτις είνε συνήθης εις όλας τας γυναίκας, τας αγαπώσας μέχρις υπερβολής την καθαριότητα. Και όταν έμβαινεν η Μεγάλη Εβδομάς, εδιπλασίαζε τα ασπρίσματα και τα πλυσίματα, τόσον οπού έκαμνε το πάτωμα ν’ αστράφτη, και τον τοίχον να ζηλεύη το πάτωμα.

Ήρχετο η Μεγάλη Πέμπτη και αυτή άναφτε την φωτιάν της, έστηνε την χύτραν της, κι έβαπτε κατακόκκινα τα πασχαλινά αυγά. Ύστερον ητοίμαζε την λεκάνην της, εγονάτιζεν, εσταύρωνε τρεις φοραίς τ’ αλεύρι κι εζύμωνε καθαρά και τεχνικά της κουλούραις, κι ενέπηγε σταυροειδώς επάνω τα κόκκινα αυγά.

Και το βράδυ, όταν ενύχτωνε, δεν ετόλμα να πάγη ν’ ανακατωθή με τας άλλας γυναίκας διά ν’ ακούση τα Δώδεκα Ευαγγέλια. Ήθελε να ήτον τρόπος να κρυβή οπίσω από τα νώτα καμμιάς υψηλής και χονδρής, ή εις την άκραν ουράν όλου του στίφους των γυναικών, κολλητά με τον τοίχον, αλλ’ εφοβείτο μήπως γυρίσουν και την κυττάξουν.

Την Μεγάλην Παρασκευήν όλην την ημέραν ερρέμβαζε κι έκλαιε μέσα της, κι εμοιρολογούσε τα νειάτα της, και τα φίλτατά της όσα είχε χάσει, και ωνειρεύετο ξυπνητή, κι εμελετούσε να πάγη κι αυτή το βράδυ πριν αρχίση η Ακολουθία ν’ ασπασθή κλεφτά-κλεφτά τον Επιτάφιον, και να φύγη, καθώς η Αιμόρρους εκείνη, η κλέψασα την ίασίν της από τον Χριστόν. Αλλά την τελευταίαν στιγμήν, όταν ήρχιζε να σκοτεινιάζη, της έλειπε το θάρρος, και δεν απεφάσιζε να υπάγη. Της ήρχετο παλμός.

Αργά την νύκτα, όταν η ιερά πομπή μετά σταυρών και λαβάρων και κηρίων εξήρχετο του ναού, εν μέσω ψαλμών και μολπών και φθόγγων εναλλάξ της μουσικής των ορφανών Χατζηκώστα, και θόρυβος και πλήθος και κόσμος εις το σκιόφως πολύς, τότε ο Γιαμπής ο επίτροπος προέτρεχε να φθάση εις την οικίαν του, διά να φορέση τον μεταξωτόν κεντητόν του σκούφον, και κρατών το ηλέκτρινον κομβολόγιόν του, να εξέλθη εις τον εξώστην, με την ματαιουμένην από έτους εις έτος ελπίδα ότι οι ιερείς θ’ απεφάσιζον να κάμουν στάσιν και ν’ αναπέμψουν δέησιν υπό τον εξώστην του. Τότε και η πτωχή αυτή, η Χριστίνα η Δασκάλα (όπως την έλεγαν έναν καιρόν εις την γειτονιάν), εις το μικρόν παράθυρον της οικίας της, μισοκρυμμένη όπισθεν του παραθυροφύλλου εκράτει την λαμπαδίτσαν της, με το φως ίσα με την παλάμην της, κι έρριπτεν άφθονον μοσχολίβανον εις το πήλινον θυμιατόν, προσφέρουσα μακρόθεν το μύρον εις Εκείνον, όστις εδέχθη ποτέ τα αρώματα και τα δάκρυα της αμαρτωλού, και μη τολμώσα εγγύτερον να προσέλθη και ασπασθή τους αχράντους και ηλοτρήτους και αιμοσταγείς πόδας Του.
Και την Κυριακήν το πρωί, βαθειά μετά τα μεσάνυκτα, ίστατο πάλιν μισοκρυμμένη εις το παράθυρον, κρατούσα την ανωφελή και αλειτούργητην λαμπάδα της, και ήκουε τας φωνάς της χαράς και τους κρότους, κι έβλεπε κι εζήλευε μακρόθεν εκείνας, οπού επέστρεφαν τρέχουσαι φρου-φρου από την εκκλησίαν, φέρουσαι τας λαμπάδας των λειτουργημένας, αναμμένας έως το σπίτι, ευτυχείς, και μέλλουσαι να διατηρήσωσι δι’ όλον τον χρόνον το άγιον φως της Αναστάσεως. Και αυτή έκλαιε κι εμοιρολογούσε την φθαρείσαν νεότητά της.
Μόνον το απόγευμα της Λαμπρής, όταν εσήμαινον οι κώδωνες των ναών διά την Αγάπην, την Δευτέραν Ανάστασιν καλουμένην, μόνον τότε ετόλμα να εξέλθη από την οικίαν, αθορύβως και ελαφρά πατούσα, τρέχουσα τον τοίχον-τοίχον, κολλώσα από τοίχον εις τοίχον, με σχήμα και με τρόπον τοιούτον ως να έμελλε να εισέλθη διά τι θέλημα εις την αυλήν καμμιάς γειτονίσσης. Και από τοίχον εις τοίχον έφθανεν εις την βόρειον πλευράν του ναού, και διά της μικράς πλαγινής θύρας, κρυφά και κλεφτά έμβαινε μέσα.

Εις τας Αθήνας, ως γνωστόν, η πρώτη Ανάστασις είνε για της κυράδες, η δευτέρα για της δούλαις. Η Χριστίνα η Δασκάλα εφοβείτο τας νύκτας να υπάγη εις την Εκκλησίαν, μήπως την κυττάξουν, και δεν εφοβείτο την ημέραν, να μην την ιδούν. Διότι η κυράδες την εκύτταζαν, η δούλαις την έβλεπαν απλώς. Εις τούτο δε ανεύρισκε μεγάλην διαφοράν. Δεν ήθελε ή δεν ημπορούσε να έρχεται εις επαφήν με τας κυρίας, και υπεβιβάζετο εις την τάξιν των υπηρετριών. Αυτή ήτο η τύχη της.

Ωραίον και πολύ ζωντανόν, και γραφικόν και παρδαλόν, ήτο το θέαμα. Οι πολυέλεοι ολόφωτοι αναμμένοι, αι άγιαι εικόνες στίλβουσαι, οι ψάλται αναμέλποντες τα Πασχάλια, οι παπάδες ιστάμενοι με το Ευαγγέλιον και την Ανάστασιν επί των στέρνων, τελούντες τον Ασπασμόν.

Η δούλαις με τας κορδέλλας των και με τας λευκάς ποδιάς των, εμοίραζαν βλέμματα δεξιά και αριστερά, κι εφλυάρουν προς αλλήλας, χωρίς να προσέχουν εις την ιεράν ακολουθίαν. Η παραμάναις ωδήγουν από την χείρα τριετή και πενταετή παιδία και κοράσια, τα οποία εκράτουν τας χρωματιστάς λαμπάδας των, κι έκαιον τα χρυσόχαρτα με τα οποία ήσαν στολισμέναι, κι έπαιζαν κι εμάλωναν μεταξύ των, κι εζητούσαν να καύσουν όπισθεν τα μαλλιά τού προ αυτών ισταμένου παιδίου. Οι λούστροι έρριπτον πυροκρόταλα εις πολλά άγνωστα μέρη εντός του ναού, και κατετρόμαζον ταις δούλαις. Ο μοναδικός αστυφύλαξ τους εκυνηγούσε, αλλ’ αυτοί έφευγαν από την μίαν πλαγινήν θύραν, κι ευθύς επανήρχοντο διά της άλλης. Οι επίτροποι εγύριζον τους δίσκους κι έρραινον με ανθόνερον ταις παραμάναις.

Δύο ή τρεις νεαραί μητέρες της κατωτέρας τάξεως του λαού, επτά ή οκτώ παραμάναις, εκρατούσαν πεντάμηνα και επτάμηνα βρέφη εις τας αγκάλας. Τα μικρά ήνοιγον τεθηπότα τους γλυκείς οφθαλμούς των, βλέποντα απλήστως το φως των λαμπάδων, των πολυελέων και μανουαλίων, τους κύκλους και τα νέφη του ανερχομένου καπνού του θυμιάματος και το κόκκινον και πράσινον φως το διά των υάλων του ναού εισερχόμενον, το ανεμίζον ράσον του εκκλησάρχου καλογήρου, τρέχοντος μέσα-έξω εις διάφορα θελήματα, τα γένεια των παπάδων σειόμενα εις πάσαν κλίσιν της κεφαλής, εις πάσαν κίνησιν των χειλέων, διά να επαναλάβουν εις όλους το Χριστός ανέστη. Βλέποντα και θαυμάζοντα όλα όσα έβλεπον, τα στίλβοντα κομβία και τα στρημμένα μουστάκια του αστυφύλακος, τους λευκούς κεφαλοδέσμους των γυναικών, και τους στοίχους των άλλων παιδίων, όσα ήσαν αραδιασμένα εγγύς και πόρρω, παίζοντα με τους βοστρύχους της κόμης των βασταζουσών, και ψελλίζοντα ανάρθρους αγγελικούς φθόγγους.

Δύο οκτάμηνα βρέφη εις τας αγκάλας δύο νεαρών μητέρων, αίτινες ίσταντο ώμον με ώμον πλησίον μιας κολώνας, μόλις είδαν το έν το άλλο, και πάραυτα εγνωρίσθησαν και συνήψαν σχέσεις, και το έν, ωραίον και καλόν και εύθυμον, έτεινε την μικράν απαλήν χείρά του προς το άλλο, και το είλκε προς εαυτό, και εψέλλιζεν ακαταλήπτους ουρανίους φθόγγους.

Αλλ’ η φωνή του βρέφους ήτο λιγεία, και ηκούσθη ευκρινώς εκεί γύρω, και ο Γιαμπής ο επίτροπος δεν ηγάπα ν’ ακούη θορύβους. Εις όλας τας νυκτερινάς ακολουθίας των Παθών πολλάκις είχε περιέλθει τας πυκνάς των γυναικών τάξεις διά να επιπλήξη πτωχήν τινα μητέρα του λαού διότι είχε κλαυθμηρίσει το τεκνίον της. Ο ίδιος έτρεξε και τώρα να επιτιμήση και αυτήν την πτωχήν μητέρα διά τους ακάκους ψελλισμούς του βρέφους της.

Τότε η Χριστίνα η δασκάλα, ήτις ίστατο ολίγον παρέκει, οπίσω από τον τελευταίον κίονα, κολλητά με τον τοίχον, σύρριζα εις την γωνίαν, εσκέφθη ακουσίως της -και το εσκέφθη όχι ως δασκάλα, αλλ’ ως αμαθής και ανόητος γυνή οπού ήτον- ότι, καθώς αυτή ενόμιζε, κανείς, ας είνε και επίτροπος ναού, δεν έχει δικαίωμα να επιπλήξη πτωχήν νεαράν μητέρα διά τους κλαυθμηρισμούς του βρέφους της, καθώς δεν έχει δικαίωμα να την αποκλείση του ναού διότι έχει βρέφος θηλάζον. Καθημερινώς δεν μεταδίδουν την θείαν κοινωνίαν εις νήπια κλαίοντα; Και πρέπει να τα αποκλείσουν της θείας μεταλήψεως διότι κλαίουν; Έως πότε όλη η αυστηρότης των «αρμοδίων» θα διεκδικήται και θα ξεθυμαίνη μόνον εις βάρος των πτωχών και των ταπεινών;

Εκ του μικρού τούτου περιστατικού, η Χριστίνα έλαβεν αφορμήν να ενθυμηθή ότι προ χρόνων, μίαν νύκτα, κατά την ύψωσιν του Σταυρού, όταν επήγε να εκκλησιασθή εις τον ναΐσκον του Αγίου Ελισσαίου, παρά την Πύλην της Αγοράς, ενώ ο αναγνώστης έλεγε τον Απόστολον, όταν απήγγειλε τας λέξεις «τα μωρά του κόσμου εξελέξατο ο Θεός», αίφνης, κατά θαυμασίαν σύμπτωσιν, από τον γυναικωνίτην έν βρέφος ήρχισε να ψελλίζη μεγαλοφώνως, αμιλλώμενον προς την φωνήν του αναγνώστου. Και οποίαν γλυκύτητα είχε το παιδικόν εκείνο κελάδημα! Τόσον ωραίον πρέπει να ήτο το Ωσαννά το οποίον έψαλλον το πάλαι οι παίδες των Εβραίων προς τον ερχόμενον Λυτρωτήν. «Εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων κατηρτίσω αίνον, ένεκα των εχθρών σου, του καταλύσαι εχθρόν και εκδικητήν».

Τοιαύτα ανελογίζετο η Χριστίνα, σκεπτομένη ότι καμμία μήτηρ δεν θα ήτο τόσον αφιλότιμος ώστε να μη στενοχωρήται, και να μη σπεύδη να κατασιγάση το βρέφος της, και να μη παρακαλή ν’ ανοιχθή πλησίον της εις τον τοίχον, διά θαύματος, θύρα, διά να εξέλθη το ταχύτερον. Περιτταί δε ήσαν αι νουθεσίαι του επιτρόπου, πρόσθετον προκαλούσαι θόρυβον, και αφού προς βρέφος θηλάζον όλα τα συνήθη μέσα της πειθούς είναι ανίσχυρα, μόνη δε η μήτηρ είνε κάτοχος άλλων μέσων πειθούς, την χρήσιν των οποίων περιττόν να έλθη τρίτος τις διά να της υπενθυμίση. Κι έπειτα λέγουν ότι οι άνδρες έχουν περισσότερον μυαλό από τας γυναίκας!

Ούτω εφρόνει η Χριστίνα. Αλλά τι να είπη; Αυτής δεν της έπεφτε λόγος. Αυτή ήτον η Χριστίνα η δασκάλα, όπως την έλεγαν έναν καιρόν. Παιδία δεν είχε διά να φοβήται τας επιπλήξεις του επιτρόπου. Τα παιδία της τα είχε θάψει, χωρίς να τα έχη γεννήσει. Και ο ανήρ τον οποίον είχε δεν ήτο σύζυγός της.

Ήσαν ανδρόγυνον χωρίς στεφάνι.
Χωρίς στεφάνι! Οπόσα τοιαύτα παραδείγματα!…

Αλλά δεν πρόκειται να κοινωνιολογήσωμεν σήμερον. Ελλείψει όμως άλλης προνοίας, χριστιανικής και ηθικής, διά να είνε τουλάχιστον συνεπείς προς εαυτούς και λογικοί, οφείλουν να ψηφίσωσι τον πολιτικόν γάμον.

Από τον καιρόν οπού είχεν ανάγκην από τας συστάσεις των κομματαρχών διά να διορίζεται δασκάλα, είς των κομματαρχών τούτων, ο Παναγής ο Ντεληκανάτας, ο ταβερνιάρης, την είχεν εκμεταλλευθή. Άμα ήλλαξε το υπουργείον, και δεν ίσχυε πλέον να την διορίση, της είπεν: «Έλα να ζήσουμε μαζύ, κι αργότερα θα σε στεφανωθώ». Πότε; Μετ’ ολίγους μήνας, μετά έν εξάμηνον, μετά ένα χρόνον.

Έκτοτε παρήλθον χρόνοι και χρόνοι, κι εκείνος ακόμη είχε μαύρα τα μαλλιά, κι αυτή είχεν ασπρίση. Και δεν την εστεφανώθη ποτέ.

Αυτή δεν εγέννησε τέκνον. Εκείνος είχε και άλλας ερωμένας. Κι εγέννα τέκνα με αυτάς.

Η ταλαίπωρος αυτή μανθάνουσα, επιπλήττουσα, διαμαρτυρομένη, υπομένουσα, εγκαρτερούσα, έπαιρνε τα νόθα του αστεφανώτου ανδρός της εις το σπίτι, τα εθέρμαινεν εις την αγκαλιάν της, ανέπτυσσε μητρικήν στοργήν, τα επονούσε. Και τα ανέσταινε, κι επάσχιζε να τα μεγαλώση. Και όταν εγίνοντο δύο ή τριών ετών, και τα είχε πονέσει πλέον ως τέκνα της, τότε ήρχετο ο Χάρος, συνοδευόμενος από την οστρακιάν, την ευλογιάν, και άλλας δυσμόρφους συντρόφους… και της τα έπαιρνεν από την αγκαλιάν της.

Τρία ή τέσσερα παιδία τής είχαν αποθάνει ούτω εντός επτά ή οκτώ ετών.

Κι αυτή επικραίνετο. Εγήρασκε και άσπριζε. Κι έκλαιε τα νόθα του ανδρός της, ως να ήσαν γνήσια ιδικά της. Κι εκείνα τα πτωχά, τα μακάρια, περιίπταντο εις τα άνθη του παραδείσου, εν συντροφία με τ’ αγγελούδια τα εγχώρια εκεί.

Εκείνος ουδέ λόγον της έκαμνε πλέον περί στεφανώματος. Κι αυτή δεν έλεγε πλέον τίποτε. Υπέφερεν εν σιωπή.

Κι έπλυνε κι εσυγύριζεν όλον τον χρόνον. Την Μεγάλην Πέμπτην έβαπτε τ’ αυγά τα κόκκινα. Και τας καλάς ημέρας δεν είχε τόλμης πρόσωπον να υπάγη κι αυτή εις την εκκλησίαν.

Μόνον το απόγευμα του Πάσχα, εις την ακολουθίαν της Αγάπης, κρυφά και δειλά εισείρπεν εις τον ναόν, διά ν’ ακούση το «Αναστάσεως ημέρα» μαζύ με της δούλαις και της παραμάναις.

Αλλ’ Εκείνος όστις ανέστη «ένεκα της ταλαιπωρίας των πτωχών και του στεναγμού των πενήτων», όστις εδέχθη της αμαρτωλής τα μύρα και τα δάκρυα και του ληστού το Μνήσθητί μου, θα δεχθή και αυτής της πτωχής την μετάνοιαν, και θα της δώση χώρον και τόπον χλοερόν, και άνεσιν και αναψυχήν εις τη βασιλείαν Του την αιωνίαν.

*από το: 24grammata.com / ιστορία της Λογοτεχνίας - επισκεφτείτε τον αξιόλογο ιστότοπο: έρρωσο

Πέμπτη 14 Απριλίου 2011

Η Πιερία για μια ακόμη φορά στον ισπανικό Τύπο



Μια αξιέπαινη ιδιωτική πρωτοβουλία

Τελευταία φορά που ήρθε ισπανός δημοσιογράφος στην Πιερία ήταν τον περασμένο Οκτώβριο. Ήταν ο κ. Blas Esteban Barranco, άνθρωπος του τουριστικού τύπου, καθηγητής Κοινωνιολογίας του Τουρισμού στο πανεπιστήμιο «Χουάν Κάρλος» της Μαδρίτης και πρόεδρος του πολιτιστικού φορέα της Μαδρίτης EUROMED. Επισκέφθηκε το Δίον και άλλα αξιόλογα μέρη της Πιερίας μας που αποτελούν τα συγκριτικά τουριστικά της πλεονεκτήματα.

Ενθουσιασμένος από τις ομορφιές του τόπου μας και μαζί με τη ζεστή φιλοξενία «αγόρασε» ένα πραγματικά «τουριστικό προϊόν». Επιστρέφοντας στην πατρίδα του, οργάνωσε μια 16μελή ομάδα Δημοσιογράφων Τουρισμού από τις περισσότερες περιφέρειες της Ισπανίας και όχι μόνο. Συμμετείχαν σε αυτή δημοσιογράφοι από το Μιλάνο της Ιταλίας και από το Περού. Επικεφαλής της ήταν ο κ. Juan Francisco Rivero Domínguez, πρόεδρος της Ένωσης Δημοσιογράφων Τουρισμού της Extremadura, μιας μεγάλης περιφέρειας της Ισπανίας, αντιπρόεδρος της Ισπανικής Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων Τουρισμού και μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Δημοσιογράφων Τουρισμού. Επισκέφθηκαν για εργασία, με δικά τους έξοδα την Πιερία, για την προβολή και ανάδειξη στη χώρα τους του νομού μας και των όμορων περιοχών της - Βέροια, Νάουσα, Θεσσαλονίκη - καθώς και για ανάπτυξη συνεργασιών σε πολιτιστικό και τουριστικό επίπεδο.

Εμπνευστής αυτής της προσπάθειας δεν είναι άλλος από τον κ. Βαγγέλη Καραβαγγέλη, επίκουρο καθηγητή στο «ΤΕΙ Κατερίνης» με μεταπτυχιακές σπουδές στο τουριστικό μάρκετινγκ και στην επαγγελματική του σταδιοδρομία συμπεριλαμβάνεται η θητεία του στη θέση του διευθυντή του ΕΟΤ στη Μαδρίτη και τότε, το 1985, μερίμνησε και στάλθηκε συνεργείο της TVE, της ισπανικής κρατικής τηλεόρασης, που γύρισε πλάνα με τοπία και συνεντεύξεις από την περιοχή μας που προβλήθηκαν στην Ισπανία και τη Λατινική Αμερική (αντίγραφο της εκπομπής έχουμε στα χέρια μας).

Έτσι και αυτή τη φορά ήταν δική του πρωτοβουλία να οργανωθεί η επίσκεψη των ισπανών δημοσιογράφων που εκτός από την Πιερία, πήγαν στο Μουσείο της Βεργίνας (στον Τάφο του Μακεδόνα Βασιλιά Φιλίππου ΙΙ), στην «Περιπατητική Σχολή του Αριστοτέλη» στη Νάουσα., στη Θεσσαλονίκη (επίσημοι προσκεκλημένοι της νέας Δημοτικής Αρχής του Δημάρχου κ. Γιάννη Μπουτάρη). Στη συμπρωτεύουσα επισκέφθηκαν τα σημαντικότερα ιστορικά και πολιτιστικά αξιοθέατα. Επίσης, ξεναγήθηκαν στο γνωστό Μουσείο Οίνου «Γεροβασιλείου», στην Επανωμή. Σε όλες τις επισκέψεις τους έτυχαν μιας εξαιρετικά καλής υποδοχής.Στην Πιερία είχαν την ευκαιρία να επισκεφθούν την πόλη της Κατερίνης, την Παραλία όπου και διέμειναν, τον αρχαιολογικό χώρο και το Μουσείο του Δίου, την πόλη του Λιτοχώρου, το Κάστρο του Πλαταμώνα, τον Όλυμπο μέχρι τα «Πριόνια», τον οικισμό του Παλιού Παντελεήμονα, τον Άγιο Δημήτριο στα Πιέρια Όρη, το χιονοδρομικό κέντρο στο Ελατοχώρι και βέβαια να συναντηθούν και να συζητήσουν για τις δυνατότητες ανάπτυξης σχέσεων συνεργασίας με την αντιπεριφερειάρχη κ. Σοφία Μαυρίδου, το Δήμαρχο Κατερίνης κ.Σάββα Χιονίδη και το Δήμαρχο Δίου –Ολύμπου κ. Γιώργο Παπαθανασίου. Επίσης, συναντήθηκαν με εκπροσώπους του Φεστιβάλ Ολύμπου, όπου φέτος τιμώμενη χώρα θα είναι η Ισπανία και εκεί υπήρξε διεξοδική συζήτηση για άμεση συνεργασία.

Στο ίδιο πλαίσιο συνεργασίας συναντήθηκαν επίσης και με αντιπροσωπευτική ομάδα δημοσιογράφων και εκπροσώπων των επαγγελματικών κλάδων τουρισμού του νομού μας.Οι ισπανοί φιλοξενούμενοι έφυγαν πραγματικά ενθουσιασμένοι από την εδώ παραμονή τους με εμφανή πρόθεση τη συνέχιση των σχέσεων συνεργασίας τους. Ο εμπνευστής της κίνησης αυτής είχε οργανώσει μια ομάδα από ανθρώπους, που συνέβαλαν σημαντικότατα στην επιτυχία της όλης προσπάθειας, καθότι γνωρίζουν καλά το αντικείμενο και γενικότερα τον τουρισμό, τόσο στις δημόσιες σχέσεις, όσο και στο δημοσιογραφικό και γενικότερα στον επαγγελματικό χώρο.

Κυριακή 10 Απριλίου 2011

Στείλτε ένα ΒΙΒΛΙΟ, ακόμα και απ΄ αυτά που έχετε ήδη διαβάσει, στο ΚΑΣΤΕΛΟΡΙΖΟ.

ΚΑΣΤΕΛΟΡΙΖΟ.

Προστέθηκε από 24grammata

Γράψτε στην πρώτη σελίδα του την αφιέρωση σας ή το μήνυμα σας και στείλτε το με ένα απλό γραμματόσημο (κόστος γραμματ. από 1,90 έως 2,12ευρώ)

στοιχεία παραλήπτη: Δημοτικό Σχολείο Καστελορίζου ΤΚ85111 (συμμετοχή στην εκστρατεία του 24grammata.com )

Εκστρατεία κοινωνικής εγρήγορσης του 24grammata.com
γράφει ο Γιώργος Δαμιανός

Το Καστελόριζο είναι μακριά, γιατί ποτέ δε μάθαμε που, ακριβώς, βρίσκεται (απέχει 5 ώρες, ακτοπλοϊκώς, από τη Ρόδο).
Ήταν πάντα στο υποσυνείδητο του Έλληνα ως η δυσμενής μετάθεση, ή ο τόπος τιμωρίας για τον ατίθασο Δημόσιο Λειτουργό.
Και ξαφνικά… ξαφνικά μπήκε στη ζωή μας.
Αλλά όχι ως ευλογημένος ελληνικός τόπος που περιμένει τα παιδιά του για να τα ταΐσει και να τα ποτίσει από τη γη του.
Τώρα οι απανταχού ρήτορες και ρητορίσκοι μιλάνε για “λεκάνες Μεσογείου”, για “κοιτάσματα”, για “γεωπολιτική αξία”, για “πλούτο”, για “αρπαχτές” και για “κονόμα”
Τώρα κινδυνεύει, πραγματικά, το Καστελόριζο!!!

Αυτό φοβηθήκαμε και για αυτό στα 24grammata.com αποφασίσαμε να παρουσιάσουμε ένα μοναδικό αφιέρωμα 46 άρθρων σε 4 γλώσσες. Συγκεντρώσαμε, για πρώτη φορά, την ιστορία και τον πολιτισμό αυτού του νησιού στις 4 πρώτες σελίδες του 24grammata.com. Με τη συγκέντρωση όλου του υλικού το αφιέρωμα θα κυκλοφορήσει με τη μορφή free e-book.
Το Καστελόριζο έχει προβλήματα, που δεν μπορούν να περιμένουν.
Το μεγαλύτερο, ίσως, πρόβλημα του είναι η δική μας άγνοια, η επιπολαιότητα και ο δικός μας Μακάριος ύπνος
Γνωρίστε το Καστελόριζο, πριν να ρητορεύσετε για τη “γεωστρατηγική σημασία του στην παγκόσμια οικονομία…”
Πάρτε από το χέρι το παιδί σας και δείξτε του στο χάρτη που βρίσκεται το Καστελόριζο (δεν είναι δυο λεπτά από τη Ρόδο. Είναι 5 ώρες ακτοπλοϊκώς και 30 λεπτά αεροπορικώς από τη Ρόδο). Βοηθήστε τον να συνειδητοποιήσει ότι τα σύνορα δε χαράζονται με τις χιλιομετρικές αποστάσεις, αλλά με τις Καρδιές των ανθρώπων που τα κατοικούν και από το Φρόνημα αυτών που τους στηρίζουν

Διαλέξτε από τη βιβλιοθήκη σας ένα οποιοδήποτε βιβλίο που έχετε διαβάσει (Παιδικό, Σχολικό, Λογοτεχνικό, Λεξικά, Επιστημών).
Εάν δε θέλετε να αποχωριστείτε τα βιβλία σας είναι αυτονόητο ότι μπορείτε να αγοράσετε από οπουδήποτε ένα βιβλίο
Για βιβλία που ζυγίζουν μέχρι 350 γραμμάρια το κόστος γραμματοσήμου είναι 1,90 ευρώ (συστημένο: 3,77) και μέχρι 500γρ. το κόστος είναι 2,12 ευρώ (συστημένο 3,19) Τιμοκατάλογος των ΕΛΤΑ, εδώ
Για ιδιωτική ταχυμεταφορά (παραλαβή από το σπίτι σας, περίπου 15,50 ευρώ για φάκελο ή δέμα έως 2 κιλών)

Διαβάστε ορισμένα από τα 46 άρθρα του αφιερώματος και μετά, αν το επιθυμείτε, δηλώστε το παρόν στην παρακάτω εκστρατεία του 24grammata.com:

Ποιοι είναι οι Μαρωνίτες; Οι Μαρωνίτες της Κύπρου.

Προστέθηκε από 24grammata

24grammata.com/ ιστορία/ θρησκεία
Η Μαρωνιτική Εκκλησία


Οι Μαρωνίτες ανήκουν στο Ανατολικό Χριστιανικό Δόγμα της Καθολικής Εκκλησίας το οποίο εδρεύει στην Αντιόχεια. Πήραν το όνομά τους από τον Άγιο Μάρωνα (350-410μ.Χ.) ο οποίος έζησε στην περιοχή της Απάμειας στη Συρία. Το χάρισμα της θεραπείας από τον Άγιο Μάρωνα προσέλκυσε ένα μεγάλο πλήθος και πολλοί απ’ αυτούς τον ακολούθησαν επιδιώκοντας τη ζωή της προσευχής και της ταπείνωσης κάτω από τη δική του πνευματική καθοδήγηση. Η φήμη του Αγίου εξαπλώθηκε σε όλη τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος του απέστειλε μια επιστολή γύρω στο 405μ.Χ. εκφράζοντας το σεβασμό του και του ζητούσε να προσευχηθεί γι’ αυτόν. Μετά το θάνατό του το 410μ.Χ. χτίστηκε ένας ναός και αφιερώθηκε στη μνήμη του. Οι μαθητές του σχημάτισαν τον πυρήνα της Μαρωνιτικής Εκκλησίας και ίδρυσαν μια Μονή που της δόθηκε το όνομά του. Αυτή η Μονή αναπτύχθηκε ταχύτατα και κατέστη η κεφαλή του κορμού των μοναστηριών που επεκτείνονταν σ’ όλη τη Συρία και το Λίβανο.

Μέχρι τον 7ο αιώνα οι Μαρωνίτες αποτελούσαν μια ξεχωριστή κοινότητα η οποία μιλούσε και προσευχόταν στην Αραμαϊκή γλώσσα, τη διάλεκτο της Έδεσσας. Αραμαϊκή ήταν η γλώσσα του Χριστού και σ’ αυτή τη γλώσσα συνεχίζουν να προσεύχονται οι Μαρωνίτες. Η κατάκτηση της περιοχής της Συρίας από τους Άραβες και η απόφαση της Κωνσταντινούπολης να αποσυρθούν οι Χριστιανοί από την περιοχή για σκοπούς ασφαλείας, οδήγησε τους Μαρωνίτες να εκλέξουν το δικό τους Αρχιεπίσκοπο. Έτσι γεννήθηκε η Μαρωνιτική Εκκλησία, η ιστορία της οποίας χαρακτηρίζεται από την απομόνωση και τις συνεχείς διώξεις των μελών της. Λόγω των συνεχών διώξεων πολλοί Μαρωνίτες έφτασαν και στην Κύπρο.

Οι Μαρωνίτες της Κύπρου – Ιστορική Αναδρομή
Οι Μαρωνίτες της Κύπρου υπάγονται στο Ανατολικό Χριστιανικό Δόγμα της Καθολικής Εκκλησίας. Έχουν Μαρωνίτη αρχιεπίσκοπο ο οποίος εκλέγεται από την Ιερά Σύνοδο της Μαρωνιτικής Εκκλησίας στο Λίβανο και επικυρώνεται από την Αυτού Αγιότητα του Πάπα.

Ιστορικοί οι οποίοι μελέτησαν την ιστορία των Μαρωνιτών της Κύπρου, έχουν χωρίσει την Μαρωνιτική άφιξη στο νησί σε τέσσερα κύματα μετανάστευσης μεταξύ του 8ου και του 13ου αιώνα μ.Χ.:
Η πρώτη εμφάνιση των Μαρωνιτών στην Κύπρο υπολογίζεται στα τέλη του εβδόμου αιώνα, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του αυτοκράτορα Ιουστινιανού του δεύτερου. Αυτό το κύμα μετανάστευσης προκλήθηκε κυρίως από την Ισλαμική κατάκτηση και
τις συγκρούσεις μεταξύ των Ιακωβιτών και των Βυζαντινών, οι οποίοι βιαιοπραγούσαν ενάντια στους Μαρωνίτες (Cirilli 189:5).
Η δεύτερη μαζική μετανάστευση προς την Κύπρο ακολούθησε την καταστροφή της μονής του Αγίου Μάρωνα στον Ορόντη ποταμό, γύρω στο 938μ.X. (Αssamarani1979:17). Η καταστροφή αυτή αποτέλεσε μεγάλο πλήγμα για τους Μαρωνίτες, οι οποίοι είχαν δημιουργήσει μεγάλο αριθμό κοινοτήτων στις περιοχές κοντά στη Μονή. Την ίδια περίοδο μεγάλο κύμα προσφύγων Μαρωνιτών, καθώς επίσης και το Πατριαρχείο, κατέφυγαν στις ορεινές περιοχές του Λιβάνου.
Η τρίτη – και μεγαλύτερη- μετανάστευση έγινε στα τέλη του δωδέκατου αιώνα, όταν ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος πούλησε την Κύπρο στο βασιλιά των Ιεροσολύμων Guy de Lusignan, το 1191μ.χ (Cirilli1898:6).
Το τελευταίο κύμα μετανάστευσης παρατηρείται στα τέλη του 13ου αιώνα με την υπεράσπιση από τους Σταυροφόρους της Τρίπολης και των Αγίων Τόπων (Cirilli 1898:6).
Επίσημη παρουσία οργανωμένης Μαρωνιτικής Κοινότητας στην Κύπρο παρατηρείται γύρω στον 11ο αιώνα, μέσα από χειρόγραφη επιστολή προς το Μαρωνίτικο Πατριαρχείο, στην οποία ο μοναχός ονόματι Σεμάν αναφέρει ότι έχει διοριστεί υπεύθυνος του μοναστηριού του Αγίου Ιωάννη στον Κουτσοβέντη της Κύπρου, που ιδρύθηκε κατά το δεύτερο ήμισυ του 10ου αιώνα, για να εξυπηρετεί τις θρησκευτικές ανάγκες των Μαρωνιτών που κατέφυγαν στα βουνά της οροσειράς του Πενταδακτύλου. Σύμφωνα με τους ιστορικούς, υπάρχουν τρία ακόμη χειρόγραφα έγγραφα τα οποία επιβεβαιώνουν το πιο πάνω. Διαθέσιμα ιστορικά έγγραφα επιβεβαιώνουν επίσης ότι υπήρχαν τον 12ο αιώνα 60 περίπου Μαρωνίτικα χωριά που αριθμούσαν σε 50 000, ιδίως στην οροσειρά Πενταδακτύλου, ξεκινώντας από το κατεχόμενο σήμερα Μαρωνίτικο χωριό Κορμακίτης και φθάνοντας μέχρι και την Καρπασία.

Οι Μαρωνίτες αποτελούσαν πάντα μια ήσυχη και εργατική κοινότητα, με κύρια ασχολία τη γεωργία και την κτηνοτροφία και πιστοί στην θρησκευτική τους ιδιαιτερότητα και παραδόσεις. Ωστόσο η καταδυνάστευση από τα κατά καιρούς θρησκευτικά τάγματα καθώς επίσης και οι συχνά εμφανιζόμενες φυσικές και επιδημικές καταστροφές οδήγησαν στην φθορά της Μαρωνιτικής παρουσίας στο νησί. Ιστορικά έγγραφα αποδεικνύουν ότι ανάμεσα στο 1224μ.Χ. (Λατινική ηγεμονία) και το 1571μ.Χ. (Οθωμανική κυριαρχία) ο αριθμός των Μαρωνίτικων χωριών μειώθηκε από 60 σε 33.

Με την Οθωμανική κατοχή της Κύπρου οι Μαρωνίτες είχαν 33 χωριά και ο Επίσκοπός τους διέμενε στο Μοναστήρι του Ιδαλίου στην περιοχή της Καρπασίας. Κατά το 1596, 25 χρόνια από τότε που οι Τούρκοι κατέλαβαν το νησί, ο συνολικός αριθμός των Μαρωνίτικων χωριών μειώθηκε στα 19. Οι Οθωμανοί, μετά την προσάρτηση της Κύπρου, επέβαλλαν βαριούς φόρους στο λαό, συμπεριλαμβανομένων και των Μαρωνιτών. Επίσης, πολλοί Μαρωνίτες είχαν σκοτωθεί κατά τη διάρκεια της άμυνας του νησιού. Ο κατατρεγμός που υπέστησαν είχε ως αποτέλεσμα την μείωση του αριθμού τους και τη μεταφορά της έδρας της ηγεσίας της Εκκλησίας τους στο Λίβανο (Palmieri 1905).

Από το 1636 η κατάσταση των χριστιανών της Κύπρου είχε καταστεί ανυπόφορη και κάποιες μεταστροφές στον Μουσουλμανισμό άρχισαν. «Μια και κανείς δεν μπορούσε ν’ αντέξει τις πιέσεις της νέας κατάστασης, εκείνοι που δεν μπορούσαν να αντισταθούν στον εξισλαμισμό γίνονταν κρυπτοχριστιανοί. Οι Μαρωνίτες που ασπάστηκαν τον ισλαμισμό έμεναν κυρίως στη Λουρουτζήνα της επαρχίας της Λευκωσίας. Εντούτοις, οι Μαρωνίτες οι οποίοι είχαν εξισλαμισθεί πάνω στην απόγνωσή τους, δεν απαρνήθηκαν την χριστιανική τους πίστη. Κράτησαν βαθιά τις αρχές και τα πιστεύω τους ελπίζοντας να απαρνηθούν την μεταστροφή τους μόλις θα έφευγαν οι Οθωμανοί. Για παράδειγμα βάπτιζαν και δήλωναν τα παιδιά τους σύμφωνα με τη χριστιανική παράδοση αλλά ασκούσαν την περιτομή σύμφωνα με την ισλαμική πρακτική. Επίσης έδιναν δύο ονόματα στα παιδιά τους. Ένα χριστιανικό και ένα μουσουλμανικό»(Hackett 1901 και Palmieri 1905)

Η πολυτάραχη ιστορία της Κύπρου ήθελε όπως κάτω από την Οθωμανική κυριαρχία, και συγκεκριμένα μετά το 1750, η Μαρωνιτική Εκκλησία της Κύπρου να είναι κάτω από τη δικαιοδοσία της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας. Όμως, το 1840 το Πατριαρχείο των Μαρωνιτών στο Λίβανο πέτυχε να αποσπάσει ένα φιρμάνι με το οποίο μετακινούνταν οι Μαρωνίτες από τους κανονισμούς των ορθοδόξων επισκόπων και επαναφέρονταν κάτω από τη δική τους θρησκευτική ηγεσία. Το Γαλλικό Προξενείο που υπηρετούσε στην Κύπρο κατά την ίδια περίοδο, συνέδραμε έντονα στις προσπάθειες για την επίτευξη αυτής της αλλαγής.

Κάτω από τη Βρετανική κυριαρχία η Μαρωνιτική κοινότητα γνώρισε μια μεγάλη οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη μαζί με μια αύξηση στον πληθυσμό. Οι Μαρωνίτες εδραίωσαν τα θρησκευτικά και πολιτικά τους δικαιώματα και έχτισαν τις δικές τους εκκλησίες και τα δικά τους σχολεία. Τα δημοτικά σχολεία και στα τέσσερα χωριά επιτηρούνταν από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού. Αν και το αναλυτικό πρόγραμμα ήταν το ίδιο με εκείνο των άλλων ελληνοκυπριακών δημοτικών σχολείων, οι Μαρωνίτες μαθητές έπαιρναν επιπρόσθετα μαθήματα σε θέματα όπως: η Αγία Γραφή, εκκλησιαστικοί ύμνοι, αραβική γλώσσα, παραδοσιακοί χοροί και τραγούδια κλπ. Τα σχολεία αυτά ήταν ανοιχτά σε όλες τις κοινότητες αλλά οι μαθητές που τα παρακολουθούσαν καθώς επίσης και οι δάσκαλοι ήταν κατά κύριο λόγο Μαρωνίτες.

Με την πρώτη απογραφή που διεξήχθη από τη νεοϊδρυθείσα Κυπριακή Δημοκρατία το 1960, οι Μαρωνίτες που ζούσαν στην Κύπρο ήταν κατά προσέγγιση 2.752, κυρίως στα τέσσερα εναπομείναντα χωριά του Κορμακίτη, του Ασωμάτου, της Καρπάσιας και της Αγίας Μαρίνας αλλά επίσης και σε άλλα μέρη.

Αν και με βάση τους νόμους του Διεθνούς Δικαίου, οι Μαρωνίτες της Κύπρου συνθέτουν μια εθνοτική μειονότητα, η οποία διαθέτει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά όπως είναι η ξεχωριστή θρησκεία, η κουλτούρα, τα ήθη, τα έθιμα και η γλώσσα, κατά την ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας το 1960, είχαν να επιλέξουν να ανήκουν είτε στην Ε/Κ είτε στη Τ/Κ Κοινότητα. Τότε, επέλεξαν να ανήκουν στην Ε/Κ Κοινότητα με την οποία τους έδεναν περισσότερα κοινά στοιχεία όπως η γλώσσα, η κουλτούρα και η θρησκεία.

Η Μαρωνιτική κοινότητα σήμερα
Μετά από μια περίοδο ακμής, με την εισβολή του 1974 η Μαρωνιτική κοινότητα της Κύπρου δέχτηκε σοβαρό πλήγμα. Το 80% των Μαρωνιτών προσφυγοποιήθηκε ενώ οι υπόλοιποι έμειναν εγκλωβισμένοι στα 3 μαρωνίτικα χωριά, τον Κορμακίτη, την Καρπάσια και τον Ασώματο. Το 1975 υπήρχαν 979 εγκλωβισμένοι Μαρωνίτες. Σήμερα, στον Κορμακίτη υπάρχουν 120 ηλικιωμένοι εγκλωβισμένοι, στην Καρπάσια 11 εγκλωβισμένοι και στον Ασώματο μόνο 2 ογδοντάχρονες γριές. Η πρόσβαση στον Ασώματο είναι δύσκολη για τους κατοίκους και τις οικογένειες των εγκλωβισμένων γιατί το χωριό αποτελεί στρατιωτική βάση και οι κάτοικοι έχουν το δικαίωμα να το επισκέπτονται μόνο την Κυριακή για δύο ώρες, για την τέλεση της Θείας Λειτουργίας. Το Μαρωνίτικο χωριό Αγία Μαρίνα αποτελεί επίσης στρατιωτική βάση και είναι αδύνατη η παρουσία των κατοίκων στο χωριό, στους οποίους δεν έχει δοθεί ποτέ η άδεια – παρόλες τις διευκολύνσεις που παρατηρούνται μετά από τη διάνοιξη των οδοφραγμάτων – να επισκεφτούν το χωριό ή την εκκλησία του. Τούρκοι στρατιωτικοί μένουν επίσης σε αρκετές κατοικίες στο χωριό Καρπάσια.

Σήμερα, η κοινότητα των Μαρωνιτών της Κύπρου είναι μια μικρή κοινότητα που αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του Κυπριακού λαού αλλά την ίδια στιγμή συνεχίζει να υπάρχει ως ξεχωριστή οντότητα. Η Μαρωνιτική κοινότητα αποτελεί σήμερα την δεύτερη μεγαλύτερη χριστιανική κοινότητα της Κύπρου και αριθμεί γύρω στους 6.000 Μαρωνίτες, εκ των οποίων το 75% ζει στην Ανθούπολη, τον Άγιο Δομέτιο και τη Λευκωσία, 15% στη Λεμεσό, 5% στη Λάρνακα, και οι υπόλοιποι στο Μαρκί, τον Κοτσιάτη και την Πάφο.

Αν και οι Μαρωνίτες μορφώνονται σε ελληνικά σχολεία και μιλούν με ευχέρεια τα ελληνικά, έχουν τη δική τους γλώσσα, εφαρμόζουν τη δική τους Μαρωνιτική και Καθολική λατρεία, χρησιμοποιούν την αραμαϊκή γλώσσα στη λειτουργία τους και έχουν τα δικά τους έθιμα και παραδόσεις. Οι Μαρωνίτες έχουν τη δική τους ιερή τέχνη, τις εικόνες τους, την αρχιτεκτονική τους, την μουσική τους και την ιστορία τους.

Για τους Μαρωνίτες, τα χωριά είναι άμεσα συνδεδεμένα με την θρησκεία και την παράδοση τους. Γι’ αυτό και παρατηρείται μαζική προσέλευση των Μαρωνιτών στα χωριά τους στις μεγάλες θρησκευτικές γιορτές, αφού ορισμένα έθιμα, κυρίως θρησκευτικά, αναβιώνουν μόνο στα χωριά τους. Είναι, επίσης, αξιοσημείωτο το γεγονός ότι, οι Μαρωνίτες που προέρχονται από τον Κορμακίτη, σε συναντήσεις τους στο χωριό μιλούν μόνο στην Κυπριακή Μαρωνιτική Αραβική, τη γλώσσα του χωριού τους, ενώ όταν βρίσκονται στις ελεύθερες περιοχές μιλούν στην κυπριακή διάλεκτο. Συνεπώς, η επιστροφή των Μαρωνιτών στα χωριά τους, η στήριξη και η αναγκαία ευαισθησία σχετικά με το πιο πάνω θέμα αποτελούν ακρογωνιαίο λίθο για την διαφύλαξη της πολιτισμικής τους ταυτότητας και προτεραιότητα της πολιτικής που ακολουθεί η κοινότητα.

Η Μαρωνιτική κοινότητα έχει οργανωθεί για τη διατήρηση της πολιτιστικής της ταυτότητας με διάφορους τρόπους: τη δημιουργία σωματείων και πολιτιστικών ομίλων με απώτερο σκοπό τη συναναστροφή της νεολαίας, τη διοργάνωση κατασκηνώσεων, τη δημιουργία του δημοτικού σχολείου «Άγιος Μάρωνας» και των εθνικών σχολείων «Αγία Μαρία» και «Τέρρα Σάντα», την έκδοση μηνιαίας κοινοτικής εφημερίδας, τη δημιουργία ιστοσελίδων, τη λειτουργία προσκοπικού σώματος, τη συνεργασία με διακεκριμένους ακαδημαϊκούς για τη δημιουργία αλφαβήτου για την Κυπριακή Μαρωνιτική Αραβική και τη διοργάνωση εκδηλώσεων για την ευαισθητοποίηση του κοινού.